- υφιδρύω
- Αμτφ. θέτω κάτι υπό τον έλεγχο κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)*- + ἱδρύω «βάζω κάποιον να καθίσει, εγκαθιστώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek